Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΦΙΛΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ

Οι επικείμενες Ευρωεκλογές είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή τόσο για το μέλλον της Ελλάδας είτε ως απομονωμένο εθνικό ψωροϋπερήφανο κράτος είτε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας σε μια κατ’ επίφαση υπερεθνική ένωση κρατών (και οι δυο ζοφερές προβλέψεις ανταποκρίνονται στα μέχρι τώρα δεδομένα). Παράλληλα, αποτελούν και μια δοκιμασία για την ίδια την προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης (ο όρος «Ενωμένη Ευρώπη» μου φαίνεται πολύ πιο δόκιμος και περιεκτικός από τον όρο «Ευρωπαϊκή Ένωση», όχι μόνο επειδή ο τελευταίος είναι αρνητικά φορτισμένος εξαιτίας του ξεθωριασμένου ευρωπαϊκού οράματος, αλλά κυρίως επειδή αντιλαμβάνεται το αληθινό ευρωπαϊκό όραμα ως ομοσπονδία ισότιμων επιμέρους κρατών και όχι ως διακρατική συνεργασία).
Ας ξεκινήσουμε απαισιόδοξα με δυσοίωνες προβλέψεις που ανταποκρίνονται στα μέχρι τώρα δεδομένα, ώστε το αισιόδοξο μήνυμα να μείνει ως γλυκιά γεύση για το τέλος.
Υπολογίζεται με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκλεγέντων Ευρωβουλευτών θα εξακολουθήσει να ανήκει (αν και με αισθητά πεσμένα ποσοστά) στις τέσσερις μεγάλες φιλοευρωπαϊκές οικογένειες κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι), οι οποίες πλέον παρουσιάζουν απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις ως προς τα πολιτικά τους προτάγματα. Τα συγκεκριμένα κόμματα έχουν επιδοθεί σε κυνήγι μαγισσών ανακαλύπτοντας λαϊκισμούς ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν, τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ωστόσο μέσω της ελιτίστικής οδού της διεύρυνσης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης (π.χ. τραπεζική ενοποίηση, κοινό Υπουργείο Οικονομικών, κοινή απαίτηση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, πράγμα σχεδόν ανέφικτο και σίγουρα κοινωνικά επώδυνο σε περιόδους ύφεσης), επιδιώκουν με άλλα λόγια την θεσμοποίηση σε ενωσιακό επίπεδο και νομιμοποίηση από τα πάνω των πολιτικών λιτότητας της τελευταίας 5ετίας.
Η αντίδραση στην οικονομικίστικη εκτροπή του φιλοευρωπαϊσμού που περιγράφηκε παραπάνω είναι ένας ακραίος ευρωσκεπτικισμός (περισσότερο αντιευρωπαϊσμός) που εκφράζεται όχι τόσο εξ αριστερών (με εξαίρεση τη σταθερά αντιευρωπαϊκή γραμμή σκληροπυρηνικών κομμουνιστικών κομμάτων), όσο από τα όλο και πιο ενισχυμένα, τέως περιθωριακά λαϊκιστικά ακροδεξιά μορφώματα. Στους κόλπους των ευρωσκεπτικιστών αυτής της κατηγορίας βρίσκουν θέση από ήπιους εθνικιστές και σκληρούς λαϊκιστές (όπως Farage, Καμμένος, Wilders), ακροδεξιούς (τρομακτική άνοδος των ποσοστών της Le Pen στη Γαλλία) μέχρι και νεοναζιστικά μορφώματα, όπως το ουγγρικό Τζόμπικ και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα).

Το τεράστιο πρόβλημα που ανιχνεύεται είναι ότι μεταξύ του ευρωλάγνου μονοδρόμου της νεοφιλελεύθερης μεταδημοκρατικής παγκοσμιοποίησης και του αντιευρωπαϊκού, αντιδιαφωτιστικού αδιεξόδου της οπισθοδρόμησης στα πιο συντηρητικά, αντιδημοκρατικά και αυταρχικά πρότυπα εθνικής ταυτότητας απουσιάζουν σχεδόν πλήρως φωνές που αποκηρύσσουν την αναδίπλωση στα κλειστά με συρματοπλέγματα σύνορα των εθνικών κρατών και διεκδικούν με πάθος και όραμα μια άλλη Ευρώπη, πολύ πιο κοντά στο διαφωτιστικό πρότυπο από το σημερινό γερμανικό ηγεμονισμό και αγοραίο τεχνοκρατισμό.

Ως δομικό ελάττωμα του κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος παρουσιάζεται το διαβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα» στο εσωτερικό της Ένωσης, κάτι που αναμφίβολα στερεί τις αποφάσεις των οργάνων της Ένωσης πρωτευόντως από την απαραίτητη νομιμοποίηση και δευτερευόντως από την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεών της.
Η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε επικυρωτικό, δια σιωπής όργανο των αποφάσεων που λαμβάνονται σε άπιαστες, ασύλληπτες και ανέλεγκτες για τους λαούς σφαίρες, όπως το Eurogroup κατά τα κελεύσματα των αγορών, και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις διεργασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης που σχεδιάζεται και υλοποιείται από τα πάνω καταδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οδεύουμε ολοταχώς προς ένα νεότευκτο σχήμα «εκτελεστικού φεντεραλισμού», μιας μετά- ή αντί- δημοκρατικής Ένωσης που καθορίζει τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς να τους ρωτήσει, χωρίς καν να ξέρει αν υπάρχουν.
Αυτό το γεγονός γεννά μεταξύ άλλων σε αποκλεισμένα στρώματα του πληθυσμού και τερατώδεις συνωμοσιολογίες σχετικά με τα αίτια της κρίσης.
Ιδιαίτερα χρήσιμες αναλύσεις-κριτικές αποτιμήσεις του ολοφάνερου δημοκρατικού ελλείμματος στη λήψη αποφάσεων από τα όργανα της Ένωσης παρέχει το βιβλίο του Jürgen Habermas “Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης" (2011) και με πολύ πιο διεισδυτικό, γλαφυρό και παραστατικό τρόπο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το εξαιρετικό πρόσφατο άρθρο του Ανδρέα Τάκη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Chronos με τον τίτλο-κάλεσμα «Ευρωπαίοι, άλλη μια προσπάθεια να γίνουμε δημοκράτες».
Αρκεί ωστόσο μια σίγουρα ευκταία μετάθεση αρμοδιοτήτων προς το δημοκρατικά νομιμοποιημένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να αλλάξει πλήρως η εικόνα της Ε.Ε. και να την μετατρέψει σε ένα χώρο ισότητας, ελευθερίας, αυτονομίας, προστασίας των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και αυτοπραγμάτωσης κάθε ατόμου-πολίτη;
Πολύ φοβάμαι πως όχι...
Η θεραπεία του δημοκρατικού ελλείμματος είναι φυσικά ένα προαπαιτούμενο της Ενωμένης Ευρώπης, ωστόσο από μόνη της δε φτάνει για να αλλάξουν όλα ως διά μαγείας. Το να αφηνόμαστε στις τύχες της διαβουλευτικής δημοκρατίας, μοιάζει με το να διαλέγουμε τον αξιότερο κηπουρό και να μην αγγίζουμε τις σάπιες ρίζες.

Ενώ τάσσομαι ξεκάθαρα υπέρ ενός αληθινού ευρωπαϊκού οράματος , ορθώνονται δυο ακόμα σκόπελοι που έχουν υποτιμηθεί, κατά τη γνώμη μου, στην όλο και πιο μεγάλη ποσοτικά και αξιόλογη ποιοτικά βιβλιογραφία για την κρίση των ευρωπαϊκών θεσμών και θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον κάθε πιθανού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Ο πρώτος σκόπελος αφορά την ίδια τη δομή της Ένωσης. Η πορεία της Ε.Ε. ξεκίνησε σαν τον κάβουρα, εκκινώντας από πτυχές της οικονομικής πολιτικής (π.χ. κοινή αγροτική πολιτική, κοινό νόμισμα), χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να φτάσει σε μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οικονομική και ιδίως πολιτική. Για να αποδοθεί πιο παραστατικά αυτή η σκέψη, είναι σα να ξεκινάει κάποιος να χτίζει ένα σπίτι από τα έπιπλα ή το γκαζόν, χωρίς να έχει ρίξει τα μπετά. Συνέβη δηλαδή το παράδοξο, όσο προχωρούσε η διεύρυνση (περισσότερα κράτη-μέλη), τόσο πιο πίσω έμενε το αίτημα της εμβάθυνσης (στο οικονομικό σκέλος της άρσης των ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών της Ε.Ε. ή μεταξύ βιομηχανικού Βορρά και μεταπρατικού Νότου στο πεδίο της Ευρωζώνης και κατεξοχήν στο πολιτικό σκέλος, την καρδιά της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων των διακρατικών οργάνων της Ένωσης).
Συχνά το συγκεκριμένο πρόβλημα παραπεμπόταν στις καλένδες ως κατασκευαστικό σφάλμα της Ένωσης υπό διαρκή διόρθωση (έχουν τεθεί κατά κόρον φιλόδοξοι χρονικοί ορίζοντες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και όλοι έχουν παταγωδώς διαψευσθεί).
Ακριβολογώντας, δεν μπορούμε να μιλάμε για κατασκευαστικό σφάλμα, αλλά για κατασκευαστική επιλογή. Ποτέ η Ενωμένη Ευρώπη με τη μορφή της Ε.Ε. δεν έχει τεθεί επί τάπητος ως αυτοσκοπός, η πολιτική και οικονομική ένωση των λαών της Ευρώπης ποτέ δεν έχει αντιμετωπισθεί ως αυταξία. Πάντα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αντιμετωπιζόταν ωφελιμιστικά ως το εργαλείο για την επίτευξη αξιολογικά υπέρτερων, κατά την αντίληψη των κατασκευαστών της Ένωσης, σκοπών. Τη μια προβαλλόταν ο σκοπός της ευημερίας των λαών των κρατών-μελών (μέσω της επιταγής του νεοφιλελεύθερου σκέλους της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων), την άλλη προβαλλόταν η ασαφής έννοια της «κοινωνίας της γνώσης» (και πάλι σε συνάρτηση με τον οικονομικό παράγοντα υπέρβασης του πρωτογενούς-αγροτικού και του δευτερογενούς-βιομηχανικού σταδίου και ένταξης στην εποχή της καινοτομίας, όπως όλα τα ανεπτυγμένα κράτη του πλανήτη) κι άλλοτε προβαλλόταν η διεκδίκηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου από την πίτα του διεθνούς εμπορευματικού και χρηματοπιστωτικού ανταγωνισμού δίπλα στους έτερους μεγάλους παίκτες Η.Π.Α.-Κίνα, την ανερχόμενη δύναμη Ρωσία και τις ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση λειτουργούσε ως το μέσο για την επίτευξη μεγαλεπήβολων στόχων σχεδόν αποκλειστικά οικονομικού περιεχομένου που ελάχιστα βελτίωναν βραχυπρόθεσμα την καθημερινότητα των πολιτών εντός κάθε κράτους-μέλους της Ε.Ε.
Η βαθιά πεποίθηση του Jean Monnet εξάλλου ήταν ότι η κοινή αγορά και η δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου θα ενώσει αυτόματα τους λαούς, σκέψη που παρουσιάζει αναλογία με την εξίσου απλοϊκή και ιδεολογικά προκατειλημμένη σκέψη του Hayek ότι η οικονομική ελευθερία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτή η εγγενής αδυναμία της Ε.Ε. (η ένωση των κρατών ως μέσο για την επίτευξη κάποιου υπερφιλόδοξου οικονομικού σκοπού) κατ’ επιταγή των σχεδιαστών του εγχειρήματος βγάζει μοιραία στο προσκήνιο και τον δεύτερο σκόπελο, που καθιστά την οικοδόμηση μιας ενιαίας Ευρώπης των λαών ή κρατών δυσχερέστατη.

Καθώς η έννοια «κράτος» ή «ένωση κρατών» στον πυρήνα της έχει την καλώς νοούμενη έννοια της κυριαρχίας ως συστατικό της στοιχείο και αυτοσκοπό, τότε κάθε θεώρηση που αναγιγνώσκει την (κυρίαρχη;) ένωση κρατών ως μέσο για κάποιον άλλο υπέρτατο σκοπό (π.χ. ευημερία, κοινωνία της γνώσης, ανταγωνισμός με λοιπές υπερδυνάμεις κ.ο.κ.), τότε η ίδια η έννοια της κυριαρχίας (της λαϊκής κυριαρχίας φυσικά, αν θέλουμε να ομιλούμε για δημοκρατική ένωση κρατών) απογυμνώνεται από τα χαρακτηριστικά της και είναι ανίσχυρη να παίξει το ρόλο της, την αρμοδιότητα να κατανέμει αρμοδιότητες, όπως εύστοχα όρισε την κυριαρχία ο Jellinek.
Αν η λαϊκή κυριαρχία δε νοηθεί ως αυτοσκοπός, ρευστοποιείται και παύει να θεωρείται δεδομένη, άρα από τα κάτω νομιμοποίηση της συγκεκριμένης ένωσης κρατών είναι αδύνατο να υπάρξει. Για παράδειγμα, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την απάθεια του ελληνικού λαού και τη χαλαρή ψήφο στις Ευρωεκλογές την εποχή της πλαστής ευδαιμονίας ούτε το άκρως ευρωσκεπτικιστικό, έως και αντιευρωπαϊκό πνεύμα την εποχή των πολιτικών ακραίας λιτότητας. Εξάλλου, δημοκρατικό έλλειμμα υφίσταται σε πολλαπλάσιο βαθμό και στο ελληνικό Κοινοβούλιο τον καιρό των Μνημονίων (π.χ. σωρεία πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, βουλευτές που δε διαβάζουν τα νομοσχέδια που ψηφίζουν, πλήρης κατίσχυση της πρωθυπουργοκεντρικής εκτελεστικής εξουσίας επί της δημοκρατικά εκλεγμένης νομοθετικής), ωστόσο σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη του κοινοβουλευτικού θεσμού, πόσο μάλλον την ίδια την έννοια του κράτους και τη σύμφυτη προς αυτή έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.
Μεταξύ των ευρωλάγνων (οπαδών του ευρώ, χωρίς να καίγονται και ιδιαίτερα για τους λοιπούς πυλώνες της ευρωπαϊκής ιδέας) που αντιλαμβάνονται τη λαϊκή κυριαρχία ως δεδομένη με βάση την θετικιστική και πλειοψηφική προσέγγιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που υιοθετούν (ό, τι λέει ο νόμος είναι δίκαιο και ό, τι αποφαίνεται η εκλεγμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεσμεύει το λαό) και των αντιευρωπαίων που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους περί του ανέφικτου της ύπαρξής λαϊκής κυριαρχίας, παρεκτός και μόνο εντός του έθνους-κράτους ή παρεκτός και μόνο εκτός της αστικής δημοκρατίας, αχνοφαίνεται κι ένας τρίτος δρόμος που δυστυχώς θα εκφραστεί από μια εξαιρετικά ισχνή μερίδα των εκπροσώπων μας στην Ευρωβουλή.
Ο δρόμος αυτός παίρνει αποστάσεις από τους ευρωλάγνους, καθώς αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη ευρωπαϊκού δήμου είναι αδύνατη εντός της συγκεκριμένης Ε.Ε., όσο απουσιάζει η έννοια του αυτοσκοπού της ευρωπαϊκής ιδέας και όσο οι κυρίαρχες ελίτ των Βρυξελλών τονίζουν πόσο τέλειο μέσο θα είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για να πετύχουμε κάτι άλλο, σημαντικότερο σύμφωνα με την αυθεντία τους.
Παίρνει όμως εξίσου αποστάσεις και από τους αντιευρωπαίους, καθώς πιστεύει ακράδαντα ότι η διάπλαση ευρωπαϊκού δήμου δεν είναι διόλου ανέφικτη, αρκεί η κοινή μοίρα όλων των πολιτών της Ευρώπης να είναι ο αυτοσκοπός... Γιατί; Γιατί έτσι μας αρέσει... Γιατί έτσι θέλουμε... Γιατί έτσι οφείλουμε στην ιδιότητά μας ως ανθρώπου και πολίτη του κόσμου... Χωρίς άλλους σκοπούς και αρχές αμφίβολης ποιότητας και νομιμοποίησης...
Όσο για τον κίνδυνο αλλοίωσης της πολιτισμικής, θρησκευτικής, εθνικής κ.ο.κ. ταυτότητας του κάθε κράτους-μέλους, σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου αυτά είναι προσωπικά, ενδόμυχα ζητήματα του κάθε ατόμου και κανένα κράτος ή ένωση κρατών δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στο forum internum του καθενός. Η γλωσσική και πολιτισμική ιδιοπροσωπία του κάθε κράτους-μέλους, εξάλλου, δεν είναι εχθρός, αλλά πολύτιμο λιθαράκι της ένωσης κρατών, αφού αποτελεί τίτλο τιμής ότι το κράτος αυτό αξίζει να συμμετέχει στην οικοδόμηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού που θα ενσωματώνει τις λαμπρότερες σελίδες της κοινής ευρωπαϊκής πορείας (Διαφωτισμός, κλείσιμο του μίσους του Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κοινωνικό κράτος δικαίου, ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων σε έναν διακρατικό χώρο), αλλά ταυτόχρονα θα κάνει αυστηρή αυτοκριτική και θα πετάει στον κάλαθο των αχρήστων τις μελανότερες στιγμές του κοινού ευρωπαϊκού βίου (αποικιοκρατία, δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε., ηγεμονισμός των ισχυρότερων χωρών και μετατροπή των ασθενέστερων κρίκων σε αποικίες χρέους, απουσία κοινής μεταναστευτικής πολιτικής με ανθρωπιστικό πρόσημο).
Όσο ο Έλληνας πολίτης-καταναλωτής πολιτικών προϊόντων (σύμφωνα με τον Τριπολίτη) έβλεπε μέχρι πρότινος τους άλλους Ευρωπαίους σαν «κουτόφραγκους» και την Ε.Ε. ως αγελάδα προς άρμεγμα και όσο ο Γερμανός πολίτης-καταναλωτής πολιτικών προϊόντων απαξιώνει μηδενιστικά σήμερα τους κατοίκους του Νότου ως άσωτους τεμπέληδες που πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά, κι όσο ο κάθε εκλεγμένος Ευρωβουλευτής για να περάσει μια χαλαρή, δίχως πολιτικό κόστος 5ετία στις Βρυξέλλες, νοιάζεται αποκλειστικά και μόνο να πετυχαίνει ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ της χώρας του σε βάρος των υπόλοιπων χωρών, η Ενωμένη Ευρώπη μοιάζει με ανέκδοτο.
Για να έχει διαχρονικότητα μια αληθινά Ενωμένη Ευρώπη, δεν αρκεί η μεταρρύθμιση με τις τακτικές του παρελθόντος (Συνθήκη του Μάαστριχτ, Συνθήκη της Λισαβόνας κ.ο.κ.) του ελιτίστικου μορφώματος που υπήρξε η Ε.Ε., αλλά η κατασκευή της εκ νέου με μόνο όπλο την πολιτική μας ιδιότητα (και εθνική και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα) καθ’ υπέρβαση κάθε επιμέρους αντιευρωπαϊκής ιδιοτέλειας, ατομικής, εθνικής ή ταξικής φύσεως.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται να συνδιαμορφώσουμε όλοι μαζί κάτι που θα το υπερασπιζόμαστε και θα το κριτικάρουμε ανεξαρτήτως του αν έχουμε σε μια μεμονωμένη χρονιά υψηλότερους ή χαμηλότερους δείκτες ανάπτυξης από τις Η.Π.Α. και την Κίνα.
Ο φιλοευρωπαϊκός ευρωσκεπτικισμός είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η μόνη ορθολογική ανάγνωση της κρίσης της Ε.Ε. που μπορεί να προσφέρει τη λύση για μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη εφοδιασμένη με αδιαπραγμάτευτες αρχές και αξίες Ενωμένη Ευρώπη.
Το να σώσουμε μια χαμένη παρτίδα, να κρατήσουμε με τεχνητή αναπνοή στη ζωή μια κλινικά νεκρή ένωση κρατών, θα είναι χαμένος χρόνος, νερό στο μύλο του αντιευρωπαϊσμού που ολοένα θα ενισχύεται μέχρι να διαλύσει τελικά κάθε ιδέα ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το να κλείσουμε μια για πάντα την ιδέα μιας Ενωμένης Ευρώπης στο χρονοντούλαπο της ιστορίας θα είναι το πιο χαμένο στοίχημα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έμμεση παραδοχή της ήττας του πολίτη από τις ελίτ...
Καλύτερα να το πολεμήσουμε μέχρι τέλους και να χάσουμε παρά να μην κατέβουμε καν στον αγωνιστικό χώρο, τάχα υπερήφανοι ότι έτσι χλευάσαμε το πανηγυράκι των ελίτ των Βρυξελλών...