Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

O ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΠΟΝΤΙΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ


Το πολυνομοσχέδιο που περνάει για άλλη μια φορά στο σανίδι του Κοινοβουλίου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος φέρνει στην επιφάνεια κάτι καινοφανές ακόμα και για την εποχή των Μνημονίων. Μέχρι πρότινος στο μνημονιακό κράτος έκτακτης ανάγκης το Κοινοβούλιο διατηρούσε έστω και τυπικά το ρόλο του οργάνου που προσέδιδε νομιμοποίηση στις μνημονιακές επιταγές, ενώ η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση), εντός των ασφυκτικών περιορισμών του Μνημονίου, εξακολουθούσε να φέρει τη γενική ευθύνη για τη χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής της χώρας.
Από σήμερα, με αφορμή τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια της “μεσαίας τάξης” μεταβάλλεται κατ' ουσίαν ο κοινοβουλευτικός και αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, καθώς αρμοδιότητες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ανατίθενται στη δικαστική εξουσία και ακόμα χειρότερα σε ανομιμοποίητα κέντρα εξουσίας (π.χ. έξωθεν διορισμένες διοικήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων).
Η “μεσαία τάξη” (αυτή η άμορφη μάζα αποτελούμενη από νεόπτωχους μέχρι θύλακες του πελατειακού παρασιτισμού, από ριζοσπάστες μέχρι συντηρητικούς μικρό- ή μεσό- αστούς) αποτελεί τον ενδιάμεσο κρίκο της συμφωνίας που επετεύχθη με τους θεσμούς. Μεταξύ του κυβερνητικού στόχου της πλήρους προστασίας του 60% των δανειοληπτών και της απαίτησης των δανειστών για περιορισμό της προστασίας στο 25%, μεσολαβεί η επικράτεια της μεσαίας τάξης (το κρίσιμο 35% που θα καθορίσει αν το μέτρο θα φέρει κοινωνική εξέγερση αν απελευθερωθούν οι πλειστηριασμοί ή θα εντείνει την πολιτική απάθεια για το δράμα των κοινωνικά αποκλεισμένων αν προστατευθούν οι πρώτες κατοικίες της μεσαίας τάξης). Πρόκειται για τις ,κατά τον πρωτεργάτη της αναλυτικής φιλοσοφίας του δικαίου, H.L.A. Hart, hard cases, για τις δυσχερείς εκείνες περιπτώσεις να εξακριβωθεί το ερμηνευτικό νόημα του κανόνα δικαίου, οι οποίες παρέχουν στο δικαστή ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην ερμηνεία του δικαίου. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ακόμα κι υπό το περιορισμένο εύρος του γράμματος του νόμου και του αναλυτικού νομικού θετικισμού, δεν είναι πάντως μια αναντίλεκτη θέση, αλλά έχει δεχθεί την διεισδυτική κριτική του Ronald Dworkin, ο οποίος επιχειρεί να αναδείξει το ηθικοπολιτικό υπόβαθρο του δικαίου, του νόμου ως κανονιστικού δικαιικού φαινομένου και του ίδιου του (δικαιπολιτικά ευαίσθητου) Συντάγματος ως κορωνίδας κάθε έννομης τάξης άξιας υπακοής.

Το εξωφρενικό, πάντως, στο πολυνομοσχέδιο δεν είναι η, κατά Hart, αναπόφευκτη ερμηνευτική ασάφεια λόγω του, ανταποκρινόμενου στη συνταγματική επιταγή της ισότητας και του κράτους δικαίου, γενικού κι αφηρημένου χαρακτήρα της νομοθετικής παρέμβασης. Το αδιανόητο έγκειται στην κατά πρόθεση του νομοθέτη ανάθεση δικής του αρμοδιότητας σε όργανα που , κατά το Σύνταγμα και την πρωταρχική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δεν είναι επιφορτισμένα, δεν έχουν την ικανότητα και ,το κυριότερο, τη νομιμοποιημένη πολιτική βούληση να φέρουν εις πέρας.
Πιο συγκεκριμένα, η εξειδίκευση και η υλοποίηση της προστασίας του 35% των “κόκκινων” στεγαστικών δανείων επαφίεται σε δυο εξωνομοθετικά μοντέλα.
Αφενός στον εξωδικαστικό συμβιβασμό του συνεργάσιμου δανιεολήπτη με το τραπεζικό ίδρυμα. Πρόκειται για νομοθετική αποτύπωση της , ακόμα και για κλασικούς σοσιαλδημοκράτες, μέγιστης αυταπάτης ότι μπορεί να υπάρξει συναίνεση, διαπραγμάτευση και συμπόρευση ταξικά ανταγωνιστικών συμφερόντων, ώστε να βρεθεί μια αμοιβαία επωφελής λύση (win-win situation). Η αμοιβαία επωφελής λύση προϋποθέτει και σχετική ή απόλυτη ισορροπία δυνάμεων των μερών που προσέρχονται πατερναλιστικά (διά νομοθετικής παρεμβάσεως) στη διαπραγμάτευση. Όταν το κράτος απόσχει πλήρως από τη διαδικασία, το περιεχόμενο, τη στόχευση και την πρακτική συνέπεια της διαπραγμάτευσης μεταξύ φορέων εντελώς διαφορετικής ισχύος (π.χ. εργοδότη-εργαζομένου, δανειστή-οφειλέτη), τότε το αποτέλεσμα θα κριθεί από το “νόμο της ζούγκλας”, από τη μηδενιστική σοφιστεία του Θρασύμαχου ότι “νόμος είναι το δίκιο του ισχυρότερου”, και στη συγκεκριμένη περίπτωση της διορισμένης, με αποφασιστική (και όχι απλώς γνωμοδοτική) αρμοδιότητα των δανειστών, νέας διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Εξάλλου, η μοναδική κατευθυντήρια γραμμή της νομοθετικής εξουσίας στην “ελεύθερη διαπραγμάτευση συνεργάσιμου δανειολήπτη και τραπεζικού ιδρύματος” αφορά το να μην παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, σε βαθμό που η εξασφαλιζόμενη για τα συμφέροντά τους προστασία να μην υπολείπεται της προστασίας που εξασφαλίζει η (ήδη ιδιαίτερα επιβλαβής για τα συμφέροντα του οφειλέτη-δανειολήπτη) διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ιδίως μετά την αναθεώρηση-εξπρές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως μνημονιακό προαπαιτούμενο).

Αφετέρου, ας περάσουμε στο πιο καυτό νομικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται σε ύψιστο βαθμό με την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος σε μια έτσι κι αλλιώς διαρκώς επιτεινόμενη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Στην εκχώρηση του με “φοβέρες και μ' αίματα” κατακτημένου δικαιώματος και καθήκοντος διαβούλευσης ενώπιον του Κοινοβουλίου σε όργανο επιφορτισμένο για την ad hoc τομή της ανακύπτουσας ενώπιόν του διαφοράς (δικαστήριο). Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο εξωδικαστικός συμβιβασμός ναυαγήσει, σαν δεύτερο μαξιλάρι ασφαλείας θα ενεργοποιείται η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς. Ευχής έργον για την κυβέρνηση θα ήταν να λάβει σάρκα και οστά ένας δικαστικός ακτιβισμός με διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων για την προστασία της πρώτης κατοικίας (όπως και με την εφαρμογή του νόμου Κατσέλη), ακόμα και ένας απαράδεκτος έλεγχος σκοπιμότητας, ώστε να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται από την πλήρη απορρύθμιση της καθημερινότητας εκατομμυρίων συμπολιτών μας. Ευχής έργον για τους δανειστές και τα αρπακτικά funds θα ήταν ένας ακραίος δικαστικός αυτοπεριορισμός και μια ερμηνεία του δικαίου υπέρ των συμφερόντων του πράγματι μαστιζόμενου από πρωτοφανή κρίση ρευστότητας χρηματοπιστωτικού τομέα. Είτε τη φιλοκυβερνητική (με στόχο την προστασία του 60%) είτε τη φιλοτροϊκανή (με στόχο την προστασία του 25%) εκδοχή υιοθετήσουμε, πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Αθωώνουμε τη νομοθετική αδράνεια, νομιμοποιούμε στις αλλοτριωμένες συνειδήσεις μας το νομοθέτη-Πόντιο Πιλάτο κι αφηνόμαστε πλήρως για ένα μείζον ζήτημα καθημερινότητας με, κατά κάποιο τρόπο, εθνική, αλλά και υπερεθνική (βλ. Ισπανία, Ιρλανδία) ιδιοπροσωπία (ιδιοκατοίκηση) στην αυθεντία του εκάστοτε δικαστή. Η (όσο ισχυρή κι αν είναι) προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του ενός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει την (όσο ισχνή κι αν είναι) νομιμοποιημένη διαβούλευση των πολλών, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για το είδος, το βαθμό και την ποιότητα του ήδη εξασθενημένου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Μια Βουλή και μια κυβέρνηση, η οποία αντλεί κουράγιο, ελπίδα και νομιμοποίηση, όχι από τις δική της πρωτοβουλία κινήσεων, αλλά από προβλέψεις του στιλ “τι να θέλουν οι τράπεζες τα σπίτια, θα τους μείνουν στα χέρια” ή από εικασίες βασισμένες στην κοινωνική ευαισθησία του ιδεοτυπικού μοντέλου του αμερόληπτου δικαστή, έχει ήδη αυτοπεριοριστεί σε παθητικό ρόλο και παρακολουθεί αμήχανα τη ζωή να αλλάζει δίχως να κοιτάζει την “αριστερή μελαγχολία” της.

Μετά τις κυβερνήσεις μη εκλεγμένων τεχνοκρατών (π.χ. Μόντι στην Ιταλία, Παπαδήμος στην Ελλάδα), η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία βρίσκουν άλλον ένα τρόπο να άρουν από πάνω τους τις αμαρτίες του παρελθόντος και την καυτή πατάτα της διαχείρισης (πόσο μάλλον επίλυσης) μιας παρούσας και μέλλουσας παγκόσμιας κρίσης. Μιας παγκόσμιας κρίσης, η οποία έχει υπερβεί το χρηματοπιστωτικό και οικονομικό σκέλος των σχέσεων κοινωνικής αναπαραγωγής κι έχει ριζώσει βαθιά στην ίδια την υπόσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, του κατά Habermas μοντέλου της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Το πρόβλημα , πλέον, έγκειται στο αναπόφευκτο της δημοκρατικής εκτροπής. Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών μπορεί στις κάλπες, στους δρόμους, σε όλα τα σημεία διαπάλης της κοινωνίας των πολιτών να ανατραπεί. Η αντίληψη του δικαστή-Σολομώντα, του σοφού που όλοι περιμένουν να ακούσουν την ετυμηγορία του με ανοιχτό το στόμα μας υπενθυμίζει τον καθοριστικό ρόλο που επιφύλασσε ο πατέρας του νεοφιλελευθερισμού, Hayek, στο δικαστή-επόπτη και διορθωτή των αναπότρεπτων ατελειών ή συγκρούσεων στις οποίες οδηγεί η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της “αυθόρμητης τάξης”, της αγοράς.
Πόσος χώρος μένει λοιπόν στη δημοκρατική διαβούλευση, όταν οι νομιμοποιημένοι εκφραστές της απεκδύονται της εξουσίας τους;;; Μήπως τελικά η πολιτική στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από τον αφοριστικό ορισμό που της έδωσε ο Schumpeter απιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία) “μια απλή εναλλαγή ηγετών, οι οποίοι εκλέγονται με βάση το ποιος θα παρουσιάσει το πιο ελκυστικό προϊόν-προεκλογικό πρόγραμμα στον πολίτη-καταναλωτή”;;; Μήπως η αυθορμησία της αγοράς σε περιόδους κρίσης μπορεί να αναδειχθεί και να λειτουργήσει καλύτερα σε μια φιλελεύθερη δικτατορία, όπως είχε ισχυρισθεί ο Hayek σε συνέντευξή του στην χιλιανή El Mercurio, ως επίτιμος προσκεκλημένος της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του δικτάτορα Πινοσέτ;;;
Σε πείσμα μιας πραγματικότητας που τείνει να δικαιώσει τον Schumpeter και τον Hayek, θα αντλήσω δύναμη, πίστη και αισιοδοξία από έναν πατέρα της νεωτερικότητας, τον Kant, ιδίως από το περίφημο δοκίμιο, στο οποίο ανατρέπει με αδιάψευστα επιχειρήματα το κοινό απόφθεγμα “Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει”. Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, εξάλλου, δεν είναι ο δείκτης ορθότητας μιας θεωρίας, απλώς το πιο ζωντανό εργαστήρι κοινωνικών μετασχηματισμών, οι οποίοι ωστόσο πάντοτε επινοούνται και σχεδιάζονται στο εργαστήρι του ανθρώπινου μυαλού, στη νόηση, την (αυτο)κριτική ικανότητα, δηλαδή στα προαπαιτούμενα της πρώτης δόσης της δημοκρατικής διαβούλευσης...