Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

"Είναι τόσα πολλά αυτά που μας ενώνουν και τόσα λίγα αυτά που μας χωρίζουν"...

"Μας ενώνουν τόσα πολλά σ' αυτή την κυβέρνηση κι έχουμε τόσες πολλές ευθύνες απέναντι στη χώρα (α) να μη βρίσκεται η Ελλάδα με σκυμμένο το κεφάλι στην Ευρώπη, β) να επιστρέψει η εργασία στη χώρα και γ) να καθαρίσει το κύκλωμα της διαφθοράς και της διαπλοκής), που δεν είναι μείζον το θέμα της παραδρομής λόγου του κ. Μουζάλα" (Σωκράτης Φάμελλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ)...

Πρόκειται για το οριστικό διαζύγιο του ΣΥΡΙΖΑ με την "Αριστερά" (έστω και σαν γενική, αόριστη, ασαφή και υπερβατική έννοια) και τη λακωνική αναγόρευση του (νεομνημονιακού) εθνολαϊκισμού σε επίσημη κρατική ιδεολογία...

Ας υποθέσουμε, χάριν συζήτησης, ότι πράγματι οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι ειλικρινείς στους τρεις μείζονες στόχους που έχει θέσει (ισότιμη θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε., εργασιακή ανοικοδόμηση, καταπολέμηση μικρό- και μεγαλο- παρασιτισμού). Προκύπτουν τότε αμείλικτα κάποια ερωτήματα a priori αξιακών αρχών για την Αριστερά και τη Δεξιά ως διακριτών ιδεολογικών αξόνων πολιτικής δράσης και κοινωνικής συμπεριφοράς...

Πρώτον, το σύνδρομο του "ραγιαδισμού" ("εμείς διαπραγματευόμαστε και πονάμε για τα επώδυνα μέτρα που ψηφίζουμε") είναι εξαιρετικά υποτιμητικό και αυτομαστιγωτικό για τη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο... Η αντίληψη "μπορεί να υποδουλωνόμαστε στον εχθρό υλικά, θεσμικά και νομικά, αλλά η ψυχή μας παραμένει αδούλωτη" είναι προσβλητική για τον homo politicus σαν αυτόνομο υποκείμενο (ελεύθερης και υπεύθυνης) δράσης μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον... Πρόκληση για την Αριστερά του 21ου αιώνα (υπό τη συγκυρία της πολύπλευρης καπιταλιστικής κρίσης) είναι τα κινηματικά, από τα κάτω, ανοίγματα στο (ταξικά ανταγωνιστικό) διεθνές περιβάλλον και όχι το βολικό περιχαράκωμα στο κουκούλι μιας "αδικαίωτης" εθνικής αφήγησης, η διατήρηση μιας ψευδαίσθησης αγνότητας και "ιδεολογικής καθαρότητας" μέσω της κατασκευής φανταστικών "φίλων" και "εχθρών"...

Δεύτερον, στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την ευημερία στοχεύουν όλες οι ιδεολογίες (σοσιαλιστική, φιλελεύθερη, φασιστική), η ριζική διαφορά βρίσκεται στα μέσα, τον τρόπο και το σκοπό της εργασίας... Είναι άλλο πράγμα η απασχόληση με όρους εργατικού ελέγχου (κομμουνιστική θεώρηση), άλλο η ταξική ουδετερότητα μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου (σοσιαλδημοκρατική θέση), άλλο η μείωση του εργατικού κόστους για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης (νεοφιλελεύθερη οπτική) κι άλλο η κοινωφελής υποχρεωτική παροχή υπηρεσιών στο κράτος-πατερούλη (φασιστική, ολοκληρωτική αντίληψη κάθε απόχρωσης)... Το να επιστρέψει γενικά κι αόριστα η εργασία στη χώρα το θέτει ως προγραμματικό στόχο μέχρι και το ΔΝΤ, το διακύβευμα είναι με ποιους όρους, προϋποθέσεις, με πόσο βαθμό παρέμβασης εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών, με ποιες προοπτικές (μεσο- και μακρο- πρόθεσμης) βιωσιμότητας θα καταστεί αυτό βιοτική και βιωμένη καθημερινότητα... Είναι τραγελαφικό ο ΣΥΡΙΖΑ της αυτοδιαχείρισης και της δημοσιουπαλληλίας να μοιράζεται πλέον κοινές αξίες ως προς την εργασία με τους ΑΝΕΛ των ιδιωτικών επενδύσεων και της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στους επιχειρηματίες...

Τρίτον, η σύγκρουση με τη διαπλοκή και τη διαφθορά (πεδίο στο οποίο όντως η κυβέρνηση 
ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μοιάζει να έχει ειλικρινείς προθέσεις, σε αντίθεση με την προκλητική ανοχή και  συγκάλυψη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του χρεοκοπημένου δικομματισμού) δεν είναι επίσης αξιακά ουδέτερη... Η σύγκρουση με το μικρό- και μεγαλο- παρασιτισμό προϋποθέτει μια (αναπόφευκτα ταξικά μεροληπτική) κοσμοαντίληψη για τη σχέση κόμματος-κράτους, ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, για το (συγκεντρωτικό ή πλουραλιστικό) ρόλο των media, για τη θέση των τραπεζών σε ένα κεντρικά σχεδιασμένο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο ή, αντίθετα, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, για την άμεση φορολογία ως μέσο αναδιανομής πλούτου ή ως εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων κ.τ.λ....

Κατόπιν τούτων, συγχωρέστε μου τον αφορισμό (γιατί υπάρχουν και αρκετοί αξιόλογοι άνθρωποι που παραμένουν στο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και σε επίπεδο νεολαίας). Η μόνη συγκολλητική ουσία που δένει με πανίσχυρο αρμό την ανίερη συμμαχία, την παρά φύσει συνύπαρξη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η παραμονή στην εξουσία με κάθε κόστους. Ακόμα και αν αυτό το τίμημα αποτελέσει μια άσβεστη κηλίδα στην ιστορική διαδρομή της "κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς". Ακόμα κι αν αυτή η αδιανόητη συμπόρευση οδηγήσει νομοτελειακά την μικροαστική κοινή γνώμη στην επικίνδυνη, απολιτική υπεραπλούστευση ότι "όλοι ίδιοι είναι" ή ότι "δεν υπάρχει πλέον Δεξιά κι Αριστερά'...

Υ.Γ. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ο πολύ αξιόλογος κ. Μουζάλας να μην είναι μια ακόμα (στην ιστορία του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος) "παράπλευρη απώλεια" για τη διασφάλιση της κυβερνητικής συνοχής, να μην είναι το επόμενο θύμα στο βωμό της αχόρταγης (σε βάθος αιώνων) "εθνικής συνείδησης"...

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΦΙΛΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ

Οι επικείμενες Ευρωεκλογές είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή τόσο για το μέλλον της Ελλάδας είτε ως απομονωμένο εθνικό ψωροϋπερήφανο κράτος είτε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας σε μια κατ’ επίφαση υπερεθνική ένωση κρατών (και οι δυο ζοφερές προβλέψεις ανταποκρίνονται στα μέχρι τώρα δεδομένα). Παράλληλα, αποτελούν και μια δοκιμασία για την ίδια την προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης (ο όρος «Ενωμένη Ευρώπη» μου φαίνεται πολύ πιο δόκιμος και περιεκτικός από τον όρο «Ευρωπαϊκή Ένωση», όχι μόνο επειδή ο τελευταίος είναι αρνητικά φορτισμένος εξαιτίας του ξεθωριασμένου ευρωπαϊκού οράματος, αλλά κυρίως επειδή αντιλαμβάνεται το αληθινό ευρωπαϊκό όραμα ως ομοσπονδία ισότιμων επιμέρους κρατών και όχι ως διακρατική συνεργασία).
Ας ξεκινήσουμε απαισιόδοξα με δυσοίωνες προβλέψεις που ανταποκρίνονται στα μέχρι τώρα δεδομένα, ώστε το αισιόδοξο μήνυμα να μείνει ως γλυκιά γεύση για το τέλος.
Υπολογίζεται με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκλεγέντων Ευρωβουλευτών θα εξακολουθήσει να ανήκει (αν και με αισθητά πεσμένα ποσοστά) στις τέσσερις μεγάλες φιλοευρωπαϊκές οικογένειες κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι), οι οποίες πλέον παρουσιάζουν απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις ως προς τα πολιτικά τους προτάγματα. Τα συγκεκριμένα κόμματα έχουν επιδοθεί σε κυνήγι μαγισσών ανακαλύπτοντας λαϊκισμούς ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν, τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ωστόσο μέσω της ελιτίστικής οδού της διεύρυνσης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης (π.χ. τραπεζική ενοποίηση, κοινό Υπουργείο Οικονομικών, κοινή απαίτηση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, πράγμα σχεδόν ανέφικτο και σίγουρα κοινωνικά επώδυνο σε περιόδους ύφεσης), επιδιώκουν με άλλα λόγια την θεσμοποίηση σε ενωσιακό επίπεδο και νομιμοποίηση από τα πάνω των πολιτικών λιτότητας της τελευταίας 5ετίας.
Η αντίδραση στην οικονομικίστικη εκτροπή του φιλοευρωπαϊσμού που περιγράφηκε παραπάνω είναι ένας ακραίος ευρωσκεπτικισμός (περισσότερο αντιευρωπαϊσμός) που εκφράζεται όχι τόσο εξ αριστερών (με εξαίρεση τη σταθερά αντιευρωπαϊκή γραμμή σκληροπυρηνικών κομμουνιστικών κομμάτων), όσο από τα όλο και πιο ενισχυμένα, τέως περιθωριακά λαϊκιστικά ακροδεξιά μορφώματα. Στους κόλπους των ευρωσκεπτικιστών αυτής της κατηγορίας βρίσκουν θέση από ήπιους εθνικιστές και σκληρούς λαϊκιστές (όπως Farage, Καμμένος, Wilders), ακροδεξιούς (τρομακτική άνοδος των ποσοστών της Le Pen στη Γαλλία) μέχρι και νεοναζιστικά μορφώματα, όπως το ουγγρικό Τζόμπικ και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα).

Το τεράστιο πρόβλημα που ανιχνεύεται είναι ότι μεταξύ του ευρωλάγνου μονοδρόμου της νεοφιλελεύθερης μεταδημοκρατικής παγκοσμιοποίησης και του αντιευρωπαϊκού, αντιδιαφωτιστικού αδιεξόδου της οπισθοδρόμησης στα πιο συντηρητικά, αντιδημοκρατικά και αυταρχικά πρότυπα εθνικής ταυτότητας απουσιάζουν σχεδόν πλήρως φωνές που αποκηρύσσουν την αναδίπλωση στα κλειστά με συρματοπλέγματα σύνορα των εθνικών κρατών και διεκδικούν με πάθος και όραμα μια άλλη Ευρώπη, πολύ πιο κοντά στο διαφωτιστικό πρότυπο από το σημερινό γερμανικό ηγεμονισμό και αγοραίο τεχνοκρατισμό.

Ως δομικό ελάττωμα του κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος παρουσιάζεται το διαβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα» στο εσωτερικό της Ένωσης, κάτι που αναμφίβολα στερεί τις αποφάσεις των οργάνων της Ένωσης πρωτευόντως από την απαραίτητη νομιμοποίηση και δευτερευόντως από την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεών της.
Η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε επικυρωτικό, δια σιωπής όργανο των αποφάσεων που λαμβάνονται σε άπιαστες, ασύλληπτες και ανέλεγκτες για τους λαούς σφαίρες, όπως το Eurogroup κατά τα κελεύσματα των αγορών, και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις διεργασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης που σχεδιάζεται και υλοποιείται από τα πάνω καταδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οδεύουμε ολοταχώς προς ένα νεότευκτο σχήμα «εκτελεστικού φεντεραλισμού», μιας μετά- ή αντί- δημοκρατικής Ένωσης που καθορίζει τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς να τους ρωτήσει, χωρίς καν να ξέρει αν υπάρχουν.
Αυτό το γεγονός γεννά μεταξύ άλλων σε αποκλεισμένα στρώματα του πληθυσμού και τερατώδεις συνωμοσιολογίες σχετικά με τα αίτια της κρίσης.
Ιδιαίτερα χρήσιμες αναλύσεις-κριτικές αποτιμήσεις του ολοφάνερου δημοκρατικού ελλείμματος στη λήψη αποφάσεων από τα όργανα της Ένωσης παρέχει το βιβλίο του Jürgen Habermas “Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης" (2011) και με πολύ πιο διεισδυτικό, γλαφυρό και παραστατικό τρόπο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το εξαιρετικό πρόσφατο άρθρο του Ανδρέα Τάκη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Chronos με τον τίτλο-κάλεσμα «Ευρωπαίοι, άλλη μια προσπάθεια να γίνουμε δημοκράτες».
Αρκεί ωστόσο μια σίγουρα ευκταία μετάθεση αρμοδιοτήτων προς το δημοκρατικά νομιμοποιημένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να αλλάξει πλήρως η εικόνα της Ε.Ε. και να την μετατρέψει σε ένα χώρο ισότητας, ελευθερίας, αυτονομίας, προστασίας των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και αυτοπραγμάτωσης κάθε ατόμου-πολίτη;
Πολύ φοβάμαι πως όχι...
Η θεραπεία του δημοκρατικού ελλείμματος είναι φυσικά ένα προαπαιτούμενο της Ενωμένης Ευρώπης, ωστόσο από μόνη της δε φτάνει για να αλλάξουν όλα ως διά μαγείας. Το να αφηνόμαστε στις τύχες της διαβουλευτικής δημοκρατίας, μοιάζει με το να διαλέγουμε τον αξιότερο κηπουρό και να μην αγγίζουμε τις σάπιες ρίζες.

Ενώ τάσσομαι ξεκάθαρα υπέρ ενός αληθινού ευρωπαϊκού οράματος , ορθώνονται δυο ακόμα σκόπελοι που έχουν υποτιμηθεί, κατά τη γνώμη μου, στην όλο και πιο μεγάλη ποσοτικά και αξιόλογη ποιοτικά βιβλιογραφία για την κρίση των ευρωπαϊκών θεσμών και θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον κάθε πιθανού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Ο πρώτος σκόπελος αφορά την ίδια τη δομή της Ένωσης. Η πορεία της Ε.Ε. ξεκίνησε σαν τον κάβουρα, εκκινώντας από πτυχές της οικονομικής πολιτικής (π.χ. κοινή αγροτική πολιτική, κοινό νόμισμα), χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να φτάσει σε μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οικονομική και ιδίως πολιτική. Για να αποδοθεί πιο παραστατικά αυτή η σκέψη, είναι σα να ξεκινάει κάποιος να χτίζει ένα σπίτι από τα έπιπλα ή το γκαζόν, χωρίς να έχει ρίξει τα μπετά. Συνέβη δηλαδή το παράδοξο, όσο προχωρούσε η διεύρυνση (περισσότερα κράτη-μέλη), τόσο πιο πίσω έμενε το αίτημα της εμβάθυνσης (στο οικονομικό σκέλος της άρσης των ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών της Ε.Ε. ή μεταξύ βιομηχανικού Βορρά και μεταπρατικού Νότου στο πεδίο της Ευρωζώνης και κατεξοχήν στο πολιτικό σκέλος, την καρδιά της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων των διακρατικών οργάνων της Ένωσης).
Συχνά το συγκεκριμένο πρόβλημα παραπεμπόταν στις καλένδες ως κατασκευαστικό σφάλμα της Ένωσης υπό διαρκή διόρθωση (έχουν τεθεί κατά κόρον φιλόδοξοι χρονικοί ορίζοντες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και όλοι έχουν παταγωδώς διαψευσθεί).
Ακριβολογώντας, δεν μπορούμε να μιλάμε για κατασκευαστικό σφάλμα, αλλά για κατασκευαστική επιλογή. Ποτέ η Ενωμένη Ευρώπη με τη μορφή της Ε.Ε. δεν έχει τεθεί επί τάπητος ως αυτοσκοπός, η πολιτική και οικονομική ένωση των λαών της Ευρώπης ποτέ δεν έχει αντιμετωπισθεί ως αυταξία. Πάντα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αντιμετωπιζόταν ωφελιμιστικά ως το εργαλείο για την επίτευξη αξιολογικά υπέρτερων, κατά την αντίληψη των κατασκευαστών της Ένωσης, σκοπών. Τη μια προβαλλόταν ο σκοπός της ευημερίας των λαών των κρατών-μελών (μέσω της επιταγής του νεοφιλελεύθερου σκέλους της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων), την άλλη προβαλλόταν η ασαφής έννοια της «κοινωνίας της γνώσης» (και πάλι σε συνάρτηση με τον οικονομικό παράγοντα υπέρβασης του πρωτογενούς-αγροτικού και του δευτερογενούς-βιομηχανικού σταδίου και ένταξης στην εποχή της καινοτομίας, όπως όλα τα ανεπτυγμένα κράτη του πλανήτη) κι άλλοτε προβαλλόταν η διεκδίκηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου από την πίτα του διεθνούς εμπορευματικού και χρηματοπιστωτικού ανταγωνισμού δίπλα στους έτερους μεγάλους παίκτες Η.Π.Α.-Κίνα, την ανερχόμενη δύναμη Ρωσία και τις ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση λειτουργούσε ως το μέσο για την επίτευξη μεγαλεπήβολων στόχων σχεδόν αποκλειστικά οικονομικού περιεχομένου που ελάχιστα βελτίωναν βραχυπρόθεσμα την καθημερινότητα των πολιτών εντός κάθε κράτους-μέλους της Ε.Ε.
Η βαθιά πεποίθηση του Jean Monnet εξάλλου ήταν ότι η κοινή αγορά και η δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου θα ενώσει αυτόματα τους λαούς, σκέψη που παρουσιάζει αναλογία με την εξίσου απλοϊκή και ιδεολογικά προκατειλημμένη σκέψη του Hayek ότι η οικονομική ελευθερία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτή η εγγενής αδυναμία της Ε.Ε. (η ένωση των κρατών ως μέσο για την επίτευξη κάποιου υπερφιλόδοξου οικονομικού σκοπού) κατ’ επιταγή των σχεδιαστών του εγχειρήματος βγάζει μοιραία στο προσκήνιο και τον δεύτερο σκόπελο, που καθιστά την οικοδόμηση μιας ενιαίας Ευρώπης των λαών ή κρατών δυσχερέστατη.

Καθώς η έννοια «κράτος» ή «ένωση κρατών» στον πυρήνα της έχει την καλώς νοούμενη έννοια της κυριαρχίας ως συστατικό της στοιχείο και αυτοσκοπό, τότε κάθε θεώρηση που αναγιγνώσκει την (κυρίαρχη;) ένωση κρατών ως μέσο για κάποιον άλλο υπέρτατο σκοπό (π.χ. ευημερία, κοινωνία της γνώσης, ανταγωνισμός με λοιπές υπερδυνάμεις κ.ο.κ.), τότε η ίδια η έννοια της κυριαρχίας (της λαϊκής κυριαρχίας φυσικά, αν θέλουμε να ομιλούμε για δημοκρατική ένωση κρατών) απογυμνώνεται από τα χαρακτηριστικά της και είναι ανίσχυρη να παίξει το ρόλο της, την αρμοδιότητα να κατανέμει αρμοδιότητες, όπως εύστοχα όρισε την κυριαρχία ο Jellinek.
Αν η λαϊκή κυριαρχία δε νοηθεί ως αυτοσκοπός, ρευστοποιείται και παύει να θεωρείται δεδομένη, άρα από τα κάτω νομιμοποίηση της συγκεκριμένης ένωσης κρατών είναι αδύνατο να υπάρξει. Για παράδειγμα, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την απάθεια του ελληνικού λαού και τη χαλαρή ψήφο στις Ευρωεκλογές την εποχή της πλαστής ευδαιμονίας ούτε το άκρως ευρωσκεπτικιστικό, έως και αντιευρωπαϊκό πνεύμα την εποχή των πολιτικών ακραίας λιτότητας. Εξάλλου, δημοκρατικό έλλειμμα υφίσταται σε πολλαπλάσιο βαθμό και στο ελληνικό Κοινοβούλιο τον καιρό των Μνημονίων (π.χ. σωρεία πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, βουλευτές που δε διαβάζουν τα νομοσχέδια που ψηφίζουν, πλήρης κατίσχυση της πρωθυπουργοκεντρικής εκτελεστικής εξουσίας επί της δημοκρατικά εκλεγμένης νομοθετικής), ωστόσο σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη του κοινοβουλευτικού θεσμού, πόσο μάλλον την ίδια την έννοια του κράτους και τη σύμφυτη προς αυτή έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.
Μεταξύ των ευρωλάγνων (οπαδών του ευρώ, χωρίς να καίγονται και ιδιαίτερα για τους λοιπούς πυλώνες της ευρωπαϊκής ιδέας) που αντιλαμβάνονται τη λαϊκή κυριαρχία ως δεδομένη με βάση την θετικιστική και πλειοψηφική προσέγγιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που υιοθετούν (ό, τι λέει ο νόμος είναι δίκαιο και ό, τι αποφαίνεται η εκλεγμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεσμεύει το λαό) και των αντιευρωπαίων που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους περί του ανέφικτου της ύπαρξής λαϊκής κυριαρχίας, παρεκτός και μόνο εντός του έθνους-κράτους ή παρεκτός και μόνο εκτός της αστικής δημοκρατίας, αχνοφαίνεται κι ένας τρίτος δρόμος που δυστυχώς θα εκφραστεί από μια εξαιρετικά ισχνή μερίδα των εκπροσώπων μας στην Ευρωβουλή.
Ο δρόμος αυτός παίρνει αποστάσεις από τους ευρωλάγνους, καθώς αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη ευρωπαϊκού δήμου είναι αδύνατη εντός της συγκεκριμένης Ε.Ε., όσο απουσιάζει η έννοια του αυτοσκοπού της ευρωπαϊκής ιδέας και όσο οι κυρίαρχες ελίτ των Βρυξελλών τονίζουν πόσο τέλειο μέσο θα είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για να πετύχουμε κάτι άλλο, σημαντικότερο σύμφωνα με την αυθεντία τους.
Παίρνει όμως εξίσου αποστάσεις και από τους αντιευρωπαίους, καθώς πιστεύει ακράδαντα ότι η διάπλαση ευρωπαϊκού δήμου δεν είναι διόλου ανέφικτη, αρκεί η κοινή μοίρα όλων των πολιτών της Ευρώπης να είναι ο αυτοσκοπός... Γιατί; Γιατί έτσι μας αρέσει... Γιατί έτσι θέλουμε... Γιατί έτσι οφείλουμε στην ιδιότητά μας ως ανθρώπου και πολίτη του κόσμου... Χωρίς άλλους σκοπούς και αρχές αμφίβολης ποιότητας και νομιμοποίησης...
Όσο για τον κίνδυνο αλλοίωσης της πολιτισμικής, θρησκευτικής, εθνικής κ.ο.κ. ταυτότητας του κάθε κράτους-μέλους, σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου αυτά είναι προσωπικά, ενδόμυχα ζητήματα του κάθε ατόμου και κανένα κράτος ή ένωση κρατών δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στο forum internum του καθενός. Η γλωσσική και πολιτισμική ιδιοπροσωπία του κάθε κράτους-μέλους, εξάλλου, δεν είναι εχθρός, αλλά πολύτιμο λιθαράκι της ένωσης κρατών, αφού αποτελεί τίτλο τιμής ότι το κράτος αυτό αξίζει να συμμετέχει στην οικοδόμηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού που θα ενσωματώνει τις λαμπρότερες σελίδες της κοινής ευρωπαϊκής πορείας (Διαφωτισμός, κλείσιμο του μίσους του Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κοινωνικό κράτος δικαίου, ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων σε έναν διακρατικό χώρο), αλλά ταυτόχρονα θα κάνει αυστηρή αυτοκριτική και θα πετάει στον κάλαθο των αχρήστων τις μελανότερες στιγμές του κοινού ευρωπαϊκού βίου (αποικιοκρατία, δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε., ηγεμονισμός των ισχυρότερων χωρών και μετατροπή των ασθενέστερων κρίκων σε αποικίες χρέους, απουσία κοινής μεταναστευτικής πολιτικής με ανθρωπιστικό πρόσημο).
Όσο ο Έλληνας πολίτης-καταναλωτής πολιτικών προϊόντων (σύμφωνα με τον Τριπολίτη) έβλεπε μέχρι πρότινος τους άλλους Ευρωπαίους σαν «κουτόφραγκους» και την Ε.Ε. ως αγελάδα προς άρμεγμα και όσο ο Γερμανός πολίτης-καταναλωτής πολιτικών προϊόντων απαξιώνει μηδενιστικά σήμερα τους κατοίκους του Νότου ως άσωτους τεμπέληδες που πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά, κι όσο ο κάθε εκλεγμένος Ευρωβουλευτής για να περάσει μια χαλαρή, δίχως πολιτικό κόστος 5ετία στις Βρυξέλλες, νοιάζεται αποκλειστικά και μόνο να πετυχαίνει ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ της χώρας του σε βάρος των υπόλοιπων χωρών, η Ενωμένη Ευρώπη μοιάζει με ανέκδοτο.
Για να έχει διαχρονικότητα μια αληθινά Ενωμένη Ευρώπη, δεν αρκεί η μεταρρύθμιση με τις τακτικές του παρελθόντος (Συνθήκη του Μάαστριχτ, Συνθήκη της Λισαβόνας κ.ο.κ.) του ελιτίστικου μορφώματος που υπήρξε η Ε.Ε., αλλά η κατασκευή της εκ νέου με μόνο όπλο την πολιτική μας ιδιότητα (και εθνική και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα) καθ’ υπέρβαση κάθε επιμέρους αντιευρωπαϊκής ιδιοτέλειας, ατομικής, εθνικής ή ταξικής φύσεως.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται να συνδιαμορφώσουμε όλοι μαζί κάτι που θα το υπερασπιζόμαστε και θα το κριτικάρουμε ανεξαρτήτως του αν έχουμε σε μια μεμονωμένη χρονιά υψηλότερους ή χαμηλότερους δείκτες ανάπτυξης από τις Η.Π.Α. και την Κίνα.
Ο φιλοευρωπαϊκός ευρωσκεπτικισμός είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η μόνη ορθολογική ανάγνωση της κρίσης της Ε.Ε. που μπορεί να προσφέρει τη λύση για μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη εφοδιασμένη με αδιαπραγμάτευτες αρχές και αξίες Ενωμένη Ευρώπη.
Το να σώσουμε μια χαμένη παρτίδα, να κρατήσουμε με τεχνητή αναπνοή στη ζωή μια κλινικά νεκρή ένωση κρατών, θα είναι χαμένος χρόνος, νερό στο μύλο του αντιευρωπαϊσμού που ολοένα θα ενισχύεται μέχρι να διαλύσει τελικά κάθε ιδέα ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το να κλείσουμε μια για πάντα την ιδέα μιας Ενωμένης Ευρώπης στο χρονοντούλαπο της ιστορίας θα είναι το πιο χαμένο στοίχημα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έμμεση παραδοχή της ήττας του πολίτη από τις ελίτ...
Καλύτερα να το πολεμήσουμε μέχρι τέλους και να χάσουμε παρά να μην κατέβουμε καν στον αγωνιστικό χώρο, τάχα υπερήφανοι ότι έτσι χλευάσαμε το πανηγυράκι των ελίτ των Βρυξελλών...

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

O ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΠΟΝΤΙΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ


Το πολυνομοσχέδιο που περνάει για άλλη μια φορά στο σανίδι του Κοινοβουλίου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος φέρνει στην επιφάνεια κάτι καινοφανές ακόμα και για την εποχή των Μνημονίων. Μέχρι πρότινος στο μνημονιακό κράτος έκτακτης ανάγκης το Κοινοβούλιο διατηρούσε έστω και τυπικά το ρόλο του οργάνου που προσέδιδε νομιμοποίηση στις μνημονιακές επιταγές, ενώ η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση), εντός των ασφυκτικών περιορισμών του Μνημονίου, εξακολουθούσε να φέρει τη γενική ευθύνη για τη χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής της χώρας.
Από σήμερα, με αφορμή τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια της “μεσαίας τάξης” μεταβάλλεται κατ' ουσίαν ο κοινοβουλευτικός και αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, καθώς αρμοδιότητες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ανατίθενται στη δικαστική εξουσία και ακόμα χειρότερα σε ανομιμοποίητα κέντρα εξουσίας (π.χ. έξωθεν διορισμένες διοικήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων).
Η “μεσαία τάξη” (αυτή η άμορφη μάζα αποτελούμενη από νεόπτωχους μέχρι θύλακες του πελατειακού παρασιτισμού, από ριζοσπάστες μέχρι συντηρητικούς μικρό- ή μεσό- αστούς) αποτελεί τον ενδιάμεσο κρίκο της συμφωνίας που επετεύχθη με τους θεσμούς. Μεταξύ του κυβερνητικού στόχου της πλήρους προστασίας του 60% των δανειοληπτών και της απαίτησης των δανειστών για περιορισμό της προστασίας στο 25%, μεσολαβεί η επικράτεια της μεσαίας τάξης (το κρίσιμο 35% που θα καθορίσει αν το μέτρο θα φέρει κοινωνική εξέγερση αν απελευθερωθούν οι πλειστηριασμοί ή θα εντείνει την πολιτική απάθεια για το δράμα των κοινωνικά αποκλεισμένων αν προστατευθούν οι πρώτες κατοικίες της μεσαίας τάξης). Πρόκειται για τις ,κατά τον πρωτεργάτη της αναλυτικής φιλοσοφίας του δικαίου, H.L.A. Hart, hard cases, για τις δυσχερείς εκείνες περιπτώσεις να εξακριβωθεί το ερμηνευτικό νόημα του κανόνα δικαίου, οι οποίες παρέχουν στο δικαστή ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην ερμηνεία του δικαίου. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ακόμα κι υπό το περιορισμένο εύρος του γράμματος του νόμου και του αναλυτικού νομικού θετικισμού, δεν είναι πάντως μια αναντίλεκτη θέση, αλλά έχει δεχθεί την διεισδυτική κριτική του Ronald Dworkin, ο οποίος επιχειρεί να αναδείξει το ηθικοπολιτικό υπόβαθρο του δικαίου, του νόμου ως κανονιστικού δικαιικού φαινομένου και του ίδιου του (δικαιπολιτικά ευαίσθητου) Συντάγματος ως κορωνίδας κάθε έννομης τάξης άξιας υπακοής.

Το εξωφρενικό, πάντως, στο πολυνομοσχέδιο δεν είναι η, κατά Hart, αναπόφευκτη ερμηνευτική ασάφεια λόγω του, ανταποκρινόμενου στη συνταγματική επιταγή της ισότητας και του κράτους δικαίου, γενικού κι αφηρημένου χαρακτήρα της νομοθετικής παρέμβασης. Το αδιανόητο έγκειται στην κατά πρόθεση του νομοθέτη ανάθεση δικής του αρμοδιότητας σε όργανα που , κατά το Σύνταγμα και την πρωταρχική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δεν είναι επιφορτισμένα, δεν έχουν την ικανότητα και ,το κυριότερο, τη νομιμοποιημένη πολιτική βούληση να φέρουν εις πέρας.
Πιο συγκεκριμένα, η εξειδίκευση και η υλοποίηση της προστασίας του 35% των “κόκκινων” στεγαστικών δανείων επαφίεται σε δυο εξωνομοθετικά μοντέλα.
Αφενός στον εξωδικαστικό συμβιβασμό του συνεργάσιμου δανιεολήπτη με το τραπεζικό ίδρυμα. Πρόκειται για νομοθετική αποτύπωση της , ακόμα και για κλασικούς σοσιαλδημοκράτες, μέγιστης αυταπάτης ότι μπορεί να υπάρξει συναίνεση, διαπραγμάτευση και συμπόρευση ταξικά ανταγωνιστικών συμφερόντων, ώστε να βρεθεί μια αμοιβαία επωφελής λύση (win-win situation). Η αμοιβαία επωφελής λύση προϋποθέτει και σχετική ή απόλυτη ισορροπία δυνάμεων των μερών που προσέρχονται πατερναλιστικά (διά νομοθετικής παρεμβάσεως) στη διαπραγμάτευση. Όταν το κράτος απόσχει πλήρως από τη διαδικασία, το περιεχόμενο, τη στόχευση και την πρακτική συνέπεια της διαπραγμάτευσης μεταξύ φορέων εντελώς διαφορετικής ισχύος (π.χ. εργοδότη-εργαζομένου, δανειστή-οφειλέτη), τότε το αποτέλεσμα θα κριθεί από το “νόμο της ζούγκλας”, από τη μηδενιστική σοφιστεία του Θρασύμαχου ότι “νόμος είναι το δίκιο του ισχυρότερου”, και στη συγκεκριμένη περίπτωση της διορισμένης, με αποφασιστική (και όχι απλώς γνωμοδοτική) αρμοδιότητα των δανειστών, νέας διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Εξάλλου, η μοναδική κατευθυντήρια γραμμή της νομοθετικής εξουσίας στην “ελεύθερη διαπραγμάτευση συνεργάσιμου δανειολήπτη και τραπεζικού ιδρύματος” αφορά το να μην παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, σε βαθμό που η εξασφαλιζόμενη για τα συμφέροντά τους προστασία να μην υπολείπεται της προστασίας που εξασφαλίζει η (ήδη ιδιαίτερα επιβλαβής για τα συμφέροντα του οφειλέτη-δανειολήπτη) διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ιδίως μετά την αναθεώρηση-εξπρές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως μνημονιακό προαπαιτούμενο).

Αφετέρου, ας περάσουμε στο πιο καυτό νομικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται σε ύψιστο βαθμό με την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος σε μια έτσι κι αλλιώς διαρκώς επιτεινόμενη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Στην εκχώρηση του με “φοβέρες και μ' αίματα” κατακτημένου δικαιώματος και καθήκοντος διαβούλευσης ενώπιον του Κοινοβουλίου σε όργανο επιφορτισμένο για την ad hoc τομή της ανακύπτουσας ενώπιόν του διαφοράς (δικαστήριο). Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο εξωδικαστικός συμβιβασμός ναυαγήσει, σαν δεύτερο μαξιλάρι ασφαλείας θα ενεργοποιείται η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς. Ευχής έργον για την κυβέρνηση θα ήταν να λάβει σάρκα και οστά ένας δικαστικός ακτιβισμός με διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων για την προστασία της πρώτης κατοικίας (όπως και με την εφαρμογή του νόμου Κατσέλη), ακόμα και ένας απαράδεκτος έλεγχος σκοπιμότητας, ώστε να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται από την πλήρη απορρύθμιση της καθημερινότητας εκατομμυρίων συμπολιτών μας. Ευχής έργον για τους δανειστές και τα αρπακτικά funds θα ήταν ένας ακραίος δικαστικός αυτοπεριορισμός και μια ερμηνεία του δικαίου υπέρ των συμφερόντων του πράγματι μαστιζόμενου από πρωτοφανή κρίση ρευστότητας χρηματοπιστωτικού τομέα. Είτε τη φιλοκυβερνητική (με στόχο την προστασία του 60%) είτε τη φιλοτροϊκανή (με στόχο την προστασία του 25%) εκδοχή υιοθετήσουμε, πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Αθωώνουμε τη νομοθετική αδράνεια, νομιμοποιούμε στις αλλοτριωμένες συνειδήσεις μας το νομοθέτη-Πόντιο Πιλάτο κι αφηνόμαστε πλήρως για ένα μείζον ζήτημα καθημερινότητας με, κατά κάποιο τρόπο, εθνική, αλλά και υπερεθνική (βλ. Ισπανία, Ιρλανδία) ιδιοπροσωπία (ιδιοκατοίκηση) στην αυθεντία του εκάστοτε δικαστή. Η (όσο ισχυρή κι αν είναι) προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του ενός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει την (όσο ισχνή κι αν είναι) νομιμοποιημένη διαβούλευση των πολλών, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για το είδος, το βαθμό και την ποιότητα του ήδη εξασθενημένου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Μια Βουλή και μια κυβέρνηση, η οποία αντλεί κουράγιο, ελπίδα και νομιμοποίηση, όχι από τις δική της πρωτοβουλία κινήσεων, αλλά από προβλέψεις του στιλ “τι να θέλουν οι τράπεζες τα σπίτια, θα τους μείνουν στα χέρια” ή από εικασίες βασισμένες στην κοινωνική ευαισθησία του ιδεοτυπικού μοντέλου του αμερόληπτου δικαστή, έχει ήδη αυτοπεριοριστεί σε παθητικό ρόλο και παρακολουθεί αμήχανα τη ζωή να αλλάζει δίχως να κοιτάζει την “αριστερή μελαγχολία” της.

Μετά τις κυβερνήσεις μη εκλεγμένων τεχνοκρατών (π.χ. Μόντι στην Ιταλία, Παπαδήμος στην Ελλάδα), η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία βρίσκουν άλλον ένα τρόπο να άρουν από πάνω τους τις αμαρτίες του παρελθόντος και την καυτή πατάτα της διαχείρισης (πόσο μάλλον επίλυσης) μιας παρούσας και μέλλουσας παγκόσμιας κρίσης. Μιας παγκόσμιας κρίσης, η οποία έχει υπερβεί το χρηματοπιστωτικό και οικονομικό σκέλος των σχέσεων κοινωνικής αναπαραγωγής κι έχει ριζώσει βαθιά στην ίδια την υπόσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, του κατά Habermas μοντέλου της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Το πρόβλημα , πλέον, έγκειται στο αναπόφευκτο της δημοκρατικής εκτροπής. Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών μπορεί στις κάλπες, στους δρόμους, σε όλα τα σημεία διαπάλης της κοινωνίας των πολιτών να ανατραπεί. Η αντίληψη του δικαστή-Σολομώντα, του σοφού που όλοι περιμένουν να ακούσουν την ετυμηγορία του με ανοιχτό το στόμα μας υπενθυμίζει τον καθοριστικό ρόλο που επιφύλασσε ο πατέρας του νεοφιλελευθερισμού, Hayek, στο δικαστή-επόπτη και διορθωτή των αναπότρεπτων ατελειών ή συγκρούσεων στις οποίες οδηγεί η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της “αυθόρμητης τάξης”, της αγοράς.
Πόσος χώρος μένει λοιπόν στη δημοκρατική διαβούλευση, όταν οι νομιμοποιημένοι εκφραστές της απεκδύονται της εξουσίας τους;;; Μήπως τελικά η πολιτική στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από τον αφοριστικό ορισμό που της έδωσε ο Schumpeter απιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία) “μια απλή εναλλαγή ηγετών, οι οποίοι εκλέγονται με βάση το ποιος θα παρουσιάσει το πιο ελκυστικό προϊόν-προεκλογικό πρόγραμμα στον πολίτη-καταναλωτή”;;; Μήπως η αυθορμησία της αγοράς σε περιόδους κρίσης μπορεί να αναδειχθεί και να λειτουργήσει καλύτερα σε μια φιλελεύθερη δικτατορία, όπως είχε ισχυρισθεί ο Hayek σε συνέντευξή του στην χιλιανή El Mercurio, ως επίτιμος προσκεκλημένος της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του δικτάτορα Πινοσέτ;;;
Σε πείσμα μιας πραγματικότητας που τείνει να δικαιώσει τον Schumpeter και τον Hayek, θα αντλήσω δύναμη, πίστη και αισιοδοξία από έναν πατέρα της νεωτερικότητας, τον Kant, ιδίως από το περίφημο δοκίμιο, στο οποίο ανατρέπει με αδιάψευστα επιχειρήματα το κοινό απόφθεγμα “Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει”. Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, εξάλλου, δεν είναι ο δείκτης ορθότητας μιας θεωρίας, απλώς το πιο ζωντανό εργαστήρι κοινωνικών μετασχηματισμών, οι οποίοι ωστόσο πάντοτε επινοούνται και σχεδιάζονται στο εργαστήρι του ανθρώπινου μυαλού, στη νόηση, την (αυτο)κριτική ικανότητα, δηλαδή στα προαπαιτούμενα της πρώτης δόσης της δημοκρατικής διαβούλευσης...